Christopher Richard Wynne Nevinson: Returning to the Trenches, 1916

Ο Μαραμπού και η Πριγκίπισσα: ένα γοητευτικό παραμύθι.

Σε πολλά blogs και διάφορες ιστοσελίδες αναπαράγεται σχεδόν με πανομοιότυπο τρόπο μια εκδοχή σχετικά με την επιλογή του "μαραμπού" ως ονομασία του ποιήματος και της ομώνυμης συλλογής του Νίκου Καββαδία. Ξέρετε δα, πως είναι αυτά τα πράγματα στο διαδίκτυο. Κάποιος μπορεί να αντιγράψει και να επικολλήσει ολόκληρα κείμενα, χωρίς καν να μπει στον κόπο να αναφέρει την προέλευσή τους. Οι δε πληροφορίες που αναμεταδίδονται χωρίς αναφορά στην πηγή τους, συχνά, φαίνονται πιο αληθοφανείς από τις άλλες. Το ενδιαφέρον είναι ότι, όπως το διαδίκτυο έχει κατακλύσει και κάθε άλλη δραστηριότητα, κάποιες από αυτές τις πληροφορίες θα γοητεύσουν και θα περάσουν - όπως θα δείτε και παρακάτω - και στον έντυπο λόγο, στο βιβλίο. Αυτές πλέκουν τα σύγχρονα "παραμύθια" του διαδικτύου. Τα ονομάζω "παραμύθια" χωρίς διάθεση ειρωνική. Παραμύθια γιατί μας γοητεύουν, μας προσφέρουν μια φανταστική εκδοχή της ζωής, μας παρηγορούν από το βάρος της.

Η εκδοχή λοιπόν, αυτή είναι περίπου η εξής: ο ποιητής ήταν φίλος με την πριγκίπισσα Μαρία Βοναπάρτη και την επισκεπτόταν στην έπαυλή της στην Αντίμπ όταν ταξίδευε στη Μασσαλία. Η πριγκίπισσα είχε ήδη δημοσιεύσει ένα αυτοβιογραφικό, ψυχαναλυτικό κείμενο, στο οποίο το πουλί μαραμπού διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο σε ένα όνειρο ή ψευδαίσθησή της (αν και αυτό τις περισσότερες φορές δεν αναφέρεται). Ο ποιητής δεν είχε ακόμη ταξιδέψει στους τροπικούς και άρα δεν είχε δει αυτά τα πουλιά. Τον ενέπνευσε λοιπόν η πριγκίπισσα;

Στις περισσότερες ιστοσελίδες, που αναφέρονται σχετικά, διαβάζουμε ανάμεσα στις γραμμές μια συγκρατημένη σιγουριά: "εκεί συναντούσε τη φίλη του ψυχαναλύτρια Μαρία Βοναπάρτη, στην οποία, κατά μία εκδοχή, οφείλεται και η έμπνευση του τίτλου της συλλογής Μαραμπού...". 
Κάποτε διαφαίνεται ένα κλείσιμο του ματιού μέσα από μια αμυδρή αμφιβολία: "σ’ αυτήν πιθανότατα να οφείλεται ο τίτλος ενός από τα πιο σημαντικά ελληνικά ποιήματα, το "Μαραμπού" του Νίκου Καββαδία" ή αλλού “μάλλον δεν τα είχε δει να πετάνε. Πρέπει να τα είδε σε φωτογραφία που τράβηξε ο Νίκος Εγγονόπουλος την φίλη του Μαρία Βοναπάρτη που είχε φόντο τα μαραμπού”. 
Άλλοτε πάλι συναντούμε μια επινίκια κραυγή: "Με τη Μαρία Βοναπάρτη ο Καββαδίας είχε γνωριστεί σ' ένα ταξίδι του στη Μασσαλία κι είναι πολύ έως τελείως σίγουρο, πως από εκεί εμπνεύσθηκε το θέμα του ποιήματος".

Όταν πρωτοδιάβασα αυτήν την εικασία, ενθουσιάστηκα. Γοητεύτηκα από την πιθανότητα να είναι αληθινή. Την αναπαρήγαγα μάλιστα αρχικά (με κάποιες επιφυλάξεις είναι η αλήθεια) και σε αυτό το μπλογκ στις Καρτ ποστάλ από τα λιμάνια του Καββαδία. Λόγω αυτής ακριβώς της γοητείας θέλησα να μάθω περισσότερα. Άρχισα λοιπόν να ψάχνω την πηγή της πληροφορίας. Και τότε ανακάλυψα ένα σύγχρονο διαδικτυακό παραμύθι, κάτι που με γοήτευσε επίσης, για διαφορετικούς λόγους αυτή τη φορά. Άλλωστε δεν πρόκειται για καμιά διαφήμιση... Για μια φαντασίωση πρόκειται, για ένα σάλτο στις μυθικές ζωές των ηρώων που αγαπάμε - κι ο Καββαδίας για τους περισσότερους είναι τέτοιος ήρωας: ο ναυτικός ποιητής που έκανε ποίηση τα βιώματά του.

Η πριγκίπισσα

Και η Μαρία Βοναπάρτη έχει επίσης μια μυθική διάσταση. Εγγονή του Λουδοβίκου Βοναπάρτη και σύζυγος του πρίγκιπα Γεωργίου της Ελλάδας, αναλυόμενη και μαθήτρια του Φρόυντ, τον οποίο, με τις γνωριμίες, το κύρος και τον πλούτο της, έσωσε από το μένος των ναζί. Έχει μάλιστα γυριστεί και κινηματογραφική ταινία με τίτλο "Princesse Marie" (2004), σε σκηνοθεσία του Benoît Jacquot, με πρωταγωνιστές την Catherine Deneuve ως Μαρία Βοναπάρτη και τον Heinz Bennent ως Σίγκμουντ Φρόυντ. 




Ειδικά δε στους κύκλους των Ελλήνων ψυχαναλυτών η Μαρία Βοναπάρτη είναι πολύ αγαπητή, αφού συνδέεται με την εισαγωγή της ψυχανάλυσης στην Ελλάδα μαζί με τον Ανδρέα Εμπειρίκο και άλλους πρωτοπόρους της εποχής.

To 1928 η πριγκίπισσα, που κάνει ήδη ψυχανάλυση με τον Φρόυντ και έχει ήδη ενταχθεί ενεργά στο ψυχαναλυτικό κίνημα, δημοσιεύει ένα άρθρο της στο νεοσύστατο τότε ψυχαναλυτικό περιοδικό Review Psychanalytique, όπου καταπιάνεται με ένα όνειρό της ή μια νηπιακή της φαντασίωση. Αυτή η εργασία έχει δημοσιευτεί στα ελληνικά το 1963 με πρόλογο του Ανδρέα Εμπειρίκου και πιο πρόσφατα αναδημοσιεύτηκε: Μαρία Βοναπάρτη: Ταύτιση κόρης και πεθαμένης μητέρας, Άγρα 2003.

Η πηγή του παραμυθιού

Το 2000 σε ένα ψυχαναλυτικό συνέδριο αφιερωμένο στην πριγκίπισσα Μαρία Βοναπάρτη, ανάμεσα στις ομιλίες που προσπαθούσαν να σκιαγραφήσουν το πορτρέτο της διανοούμενης και πρωτοπόρας της ψυχανάλυσης, υπήρξε και μια ομιλία του Γιώργου Ζεβελάκη. Το θέμα της ήταν "Το πέταγμα του Μαραμπού από το ντιβάνι στο κατάστρωμα" και μπορεί κανείς να την διαβάσει στις σελίδες 51-55 των πρακτικών του συνεδρίου, όπως εκδόθηκαν το 2006 από τις εκδόσεις Κέδρος στο Βασλαματζής Γ.,Μανιαδάκης Γ., Ρήγας Δ. "Μαρία Βοναπάρτη. Πρόσωπο της ιστορίας και της ψυχανάλυσης"

Ο Γιώργος Ζεβελάκης είναι συλλέκτης και ερευνητής της λογοτεχνίας, ο οποίος ειδικεύεται περισσότερο στην εποχή του μεσοπολέμου. Έχει επιμεληθεί εκδόσεις, έχει γράψει άρθρα και έχει κάνει πολλές ομιλίες σχετικά με ποιητές και λογοτέχνες της εποχής εκείνης. Ειδικότερα για τον Καββαδία έχει επιμεληθεί πολλά αφιερώματα στο ραδιόφωνο, την τηλεόραση και τον τύπο και πιθανότατα είναι από εκείνα τα ονόματα που θα συναντήσει κανείς στο διαδίκτυο πολύ συχνά σε αναζητήσεις σχετικά με τον ποιητή. Κάπου διάβασα ότι ήταν και φίλοι. Είναι φανερό, βέβαια, ότι ο Ζεβελάκης είναι γοητευμένος από τον Καββαδία και ότι τρέφει απεριόριστο θαυμασμό γι΄αυτόν. 

Αναφέρει λοιπόν ο Ζεβελάκης στην ομιλία του κατά λέξει ότι "η λόγια προέλευση του Μαραμπού θα μπορούσε να συνδυαστεί με τη γνωριμία του ποιητή με την ψυχαναλύτρια. Ο Φίλιππος Φιλίππου (...) διαβεβαιώνει ότι ο ποιητής είχε συνδεθεί φιλικά με την πριγκίπισσα και την επισκεπτόταν στην Αντίμπ, στα πρώτα ταξίδια του στη Μασσαλία. Εξ' αυτού μπορεί βάσιμα να υποτεθεί ότι από τις σελίδες του δοκιμίου της Βοναπάρτη πέταξαν "των μαραμπού τα σμήνη" στο ομώνυμο ποίημα". Κάνει μάλιστα και μία υποσημείωση και στο κάτω μέρος της σελίδας 54 γράφει: "Τελευταία δημοσιεύτηκε και μια φωτογραφία του Ανδρέα Εμπειρίκου με τη  Μαρία Βοναπάρτη πλάι σε δυο πουλιά που έμοιαζαν με μαραμπού".


Η Μαρία Βοναπάρτη φωτογραφημένη από τον Αντρέα Εμπειρίκο
στις αρχές της δεκαετίας του 50. 

Και παρακάτω συνεχίζει: "Ο Καββαδίας μπορεί να συγκινήθηκε και από το μυστηριακό τους όνομα, την άκλιτη αραβική λέξη με την απότομη ηχητική ένταση και τη σημασία της: ερημίτης, ασκητής. Ίσως οι προλήψεις και οι δεισιδαιμονίες για το θρηνώδες τους κρώξιμο να άγγιξαν τις ευαισθησίες του. Τότε που έφηβος, στα δεκαοχτώ του, πενθούσε το θάνατο του πατέρα του κι αναγκαζόταν από τα αμφιθέατρα της ιατρικής να μπαρκάρει ναύτης σε φορτηγό".

Ιστορικά δεδομένα

Ο Ζεβελάκης βασίζεται σε μια πληροφορία από το βιβλίο του Φίλιππου Φιλίππου: Ο πολιτικός Νίκος Καββαδίας, εκδόσεις Άγρα 1996, ότι ο Καββαδίας ήταν φίλος με τη Μαρία Βοναπάρτη (σελ. 139). Ο Φιλίππου βέβαια αντλεί αυτήν την πληροφορία από μία προσωπική συνομιλία του με την Έλγκα Καββαδία από το 1994, όπου εκείνη του είπε ότι ο Καββαδίας είχε αλληλογραφία με την πριγκίπισσα και ότι "όταν το καράβι του έπιανε Μασσαλία την επισκέπτονταν στην Αντίμπ όπου διέμενε" (σελ. 186). 

Αυτή η αναφορά του Φιλίππου είναι και η πρώτη και η μόνη γραπτή που, ακόμη κι αν δεν είναι ιστορικά επιβεβαιωμένη, στηρίζεται σε κάποια έρευνα. Μια άλλη γραπτή αναφορά, 14 χρόνια αργότερα - και με το διαδίκτυο να κυριαρχεί στην πληροφόρησή μας - είναι ήδη επηρεασμένη από τον μύθο. Στο επίμετρο για το βιβλίο της Celia Bertin: Μαρία Βοναπάρτη. Η ζωή της, εκδόσεις Ποταμός 2008, η θεατρολόγος και μεταφράστρια Ρούλα Τσιτούρη αναπαράγει την εικασία του Ζεβελάκη - χωρίς αναφορά - σχεδόν πανομοιότυπα: "Γνωστή είναι και η φιλία της με τον Ν. Καββαδία, τον οποίο γνώρισε στη Μασσαλία και πολύ πιθανόν να του ενέπνευσε το όνομα της ποιητικής συλλογής Μαραμπού, αλλά και η αμέριστη υποστήριξη και συμπαράσταση που προσέφερε στον Ν. Καζαντζάκη, ειδικά την εποχή που ζούσε απομονωμένος στην επαρχιακή πόλη Αντίμπ της νότιας Γαλλίας" (σελ. 508). Στην μεθεπόμενη σελίδα, βέβαια, η φιλία της με τον Καββαδία και τον Καζαντζάκη τοποθετείται στο πλαίσιο της φιλίας της με "ανθρώπους που έχουν αξία", με την "αριστοκρατία του πνεύματος". 

Ωστόσο, στο ίδιο το πόνημα της Celia Bertin ο Καββαδίας δεν αναφέρεται ούτε μία φορά ανάμεσα στα πάνω από 600 λήμματα του καταλόγου κυρίων ονομάτων. Αντίθετα, στην σχέση της με τον Καζαντζάκη στις αρχές της δεκαετίας του 50 μετά τον αφορισμό του, αφιερώνονται από τη συγγραφέα τρεις σελίδες. 

Η αχρονικότητα του παραμυθιού

Ούτε στο κυρίως κείμενο του Φιλίππου, ούτε στη σχετική σημείωση για την συνομιλία του με την Έλγκα Καββαδία αναφέρεται χρονολογία. Η φράση που χρησιμοποιεί ο Ζεβελάκης "στα πρώτα του ταξίδια" - τοποθετώντας έτσι τη γνωριμία του Καββαδία με την πριγκίπισσα πριν το γράψιμο του Μαραμπού - είναι πρόσθετη. Στις φράσεις όμως που ενδεικτικά σταχυολόγησα από τις ιστοσελίδες - όπως και σε κάθε γνήσιο παραμύθι - υπάρχει αχρονικότητα: "σε ένα ταξίδι του", "συναντούσε" κ.α. Στο ίδιο πλαίσιο είναι και η αναφορά της φωτογραφίας ως πηγής έμπνευσης για τον Καββαδία, αφού αυτή τραβήχτηκε τουλάχιστον 20 ολόκληρα χρόνια αφότου εκδόθηκε το "Μαραμπού".

Είναι προφανές ότι, αν η Μαρία Βοναπάρτη γνώριζε τον Καββαδία και διατηρούσε μαζί του κάποιες επαφές, αυτό θα οφειλόταν στην ιδιότητά του ως ποιητή. Ο Καββαδίας όμως αναγνωρίστηκε ως τέτοιος μετά τη δημοσίευση του "Μαραμπού" στα 23 του χρόνια. Ότι είχε δημοσιεύσει μέχρι τότε δεν είχε τόσο μεγάλο αντίκτυπο και ήταν κυρίως κάτω από ψευδώνυμα. 

Στη Μασσαλία ο Καββαδίας είχε ταξιδεύσει κάποιες φορές από τότε που μπάρκαρε ως "ναυτόπαις" στα 19 του - γιατί ως ασυρματιστής ταξίδεψε πολύ αργότερα, μετά τον πόλεμο. Μπορεί όμως να φανταστεί κανείς ένα εικοσάχρονο ναυτόπουλο να αναζητά μια πριγκίπισσα στην έπαυλή της; Και πολύ περισσότερο εκείνη, που ήδη πλησιάζει τα 50, να τον δέχεται και να συνδέεται με φιλία μαζί του; Εδώ απαιτούνται κοινές γνωριμίες και κάποιο κύρος, που για τον Καββαδία δεν μπορεί να είναι άλλο από την πρώτη δημοσιευμένη συλλογή του, αυτήν που του έδωσε και το λογοτεχνικό παρατσούκλι του: Μαραμπού.

Το λογικότερο λοιπόν είναι ότι η πριγκίπισσα γνώρισε τον Καββαδία μετά τη δημοσίευση του Μαραμπού. 

Η πριγκίπισσα και το μαραμπού

Η αλήθεια είναι ότι στη φωτογραφία του Εμπειρίκου τα πουλιά μοιάζουν περισσότερο με πελαργούς, με γερανούς ή με ερωδιούς. Αλλά και στην εργασία της Μαρίας Βοναπάρτη επικρατεί η ίδια ασάφεια. Η περιγραφή τιτλοφορείται "η ψευδαίσθηση του πελαργού". Σχετίζεται με ένα πουλί με μεγάλο ράμφος που έμοιαζε "με ερωδιό, με ίβιδα, με φλαμίνγκο, με μαραμπού, με πελαργό, με γερανό". Στην ανάλυση που κάνει το παρομοιάζει πότε με πελαργό, πότε με γερανό. Την απασχολεί το "ιριδίζον πτέρωμά του" (που δεν χαρακτηρίζει κανένα από αυτά τα πουλιά) και η στάση του κεφαλιού του που έμοιαζε με το βλέμμα του πατέρα της όταν την κοίταζε πάνω από τον μονύελο που φορούσε λόγω της μεγάλης μυωπίας του.

Τα μαραμπού, τα οποία τα έχει δει στον ζωολογικό κήπο, τα αναφέρει ειδικά για τα τεράστια μακρυά και μυτερά ράμφη τους: "έχουν το σοβαρό ύφος των σοφών ερευνητών (σελ. 36)". Της θυμίζουν τον πατέρας της γιατί και εκείνος ήταν "σοφός". Ωστόσο ο Καββαδίας στο ποίημα ονομάζει το μαραμπού "βλακώδες".

Στη συνέχεια της ανάλυσης της αναφέρεται ξανά και ξανά ως "μεγάλο πουλί". Είναι λοιπόν, κάπως υπερβολικό να δεχτούμε ότι η φαντασίωσή της σχετίζεται ειδικά με ένα μαραμπού.

Η πηγή της έμπνευσης του Καββαδία

Ο Γιώργος Δεληγιάννης στην εξαιρετική εργασία του Ο ναυτικός και το πρόβλημα της μοναξιάς στην ποίηση του Νίκου Καββαδία, εκδόσεις Ίδμων 2002 αναδεικνύει τα κοινά σημεία στην ποίηση του Καββαδία και των "καταραμένων" Μποντλέρ και Κορμπιέρ. Ο Καββαδίας τους διάβαζε πολύ και ήταν εμφανώς επηρεασμένος από αυτούς. Άλλωστε, το μότο της συλλογής "Μαραμπού" είναι ένας στίχος του Κορμπιέρ: "Rien n' est comme ca - matelot - pour un homme - Να είν' ο άντρας ναυτικός, τίποτα πιο ωραίο". Κι όπως λέει και ο ίδιος ο Ζεβελάκης, σε ένα άρθρο του στην Ελευθεροτυπία, αυτό υπηρετούσε "κειμενική στρατηγική του ποιητή. Προέτρεπε τους κριτικούς και τους αναγνώστες να προϊδεασθούν από τον Κορμπιέρ και τη γαλλική ποίηση αν ήθελαν να βρουν παραδείγματα για συγκρίσεις και αναγωγές" (αναφέρεται στην εξαιρετική εργασία  - επίμετρο του Νίκου Χειλαδάκη "Η τραγική κωμωδία της σύντομης ζωής του Tristan Corbière". Tristan Corbière: Άνθρωποι της Θάλασσας, εκδόσεις Εκάτη 2009).

Ο Δεληγιάννης παρατηρεί εύστοχα κοινούς συμβολισμούς, ακόμη και λεξιλόγιο. Ειδικότερα σε σχέση με το ποίημα Μαραμπού βρίσκει κοινή την προσπάθεια συνταύτισης του ανθρώπου, του ποιητή, με ένα ζώο και παραθέτει το ποίημα L' albatros του Μποντλέρ και το αντίστοιχο Le crapaud του Κορμπιέρ. "Έκφραση μοναξιάς, αντιπαράθεσης στο κοινωνικό σύνολο και αυτοσαρκασμός. Και οι τρεις ποιητές διαλέγουν ένα ζώο αλγεινό" (σελ. 62). Και το σχετικό τους λεξιλόγιο επώδυνο: "τεμπέλικο, αδέξιο, ντροπή, αξιολύπητο, αδύναμο, κωμικό και άσχημο" στο αλμπατρός του Μποντλέρ, "απογυμνωμένο, χωρίς φτερά, λάσπη, φρίκη, κρύο" στον βάτραχο του Κορμπιέρ, "κακοτράχαλο, βλακώδες, ασάλευτο, μοναξιά, βλακεία" στο μαραμπού του Καββαδία. Στην ίδια κατηγορία πιστεύω ότι εντάσσεται και το ποίημα "Οι γάτες των φορτηγών" από το Μαραμπού. 

Οι συγγένεια του ποιήματος "Μαραμπού" όμως με το "Αλμπατρός" του Μποντλέρ είναι προφανής. Στους στίχους του Μποντλέρ το ιδανικό κι ωραίο, όταν πετά, αλμπατρός καταντά περίγελος των ναυτών όταν περπατά αδέξια στο κατάστρωμα. Βλέπει σε αυτήν την ντροπιαστική κωμικότητα μια ειρωνική ομοιότητα με τον ποιητή: όσο ελεύθερος κι ατρόμητος είναι στην ποίηση, τόσο μόνος κι αταίριαστος μοιάζει στην κοινωνία. Ο Καββαδίας στο "Μαραμπού" μιλά σε πρώτο πρόσωπο πότε "δόκιμος" και πότε ποιητής. Πλέκει μιαν ιστορία στην οποία κατακρημνίζει έναν ιδανικό πλατωνικό έρωτα μέσα στο αλκοόλ και την πορνεία. Νιώθει μόνος, "θανατερά" πληγωμένος και γελασμένος από την μοίρα. Ένα πουλί μαραμπού του μοιάζει "στην μοναξιά και στην βλακεία". 

Είναι φανερό ότι η επιλογή του Μαραμπού υπηρετεί την ένταξη της ποίησης του νεαρού Καββαδία σε μια παράδοση που τον γοητεύει και τον εμπνέει και, φυσικά, σε κάποιο βαθμό και την μιμείται, αντλώντας ύφολογικά χαρακτηριστικά και θεματολογία από αυτήν.

Αναζητώντας το θαύμα της ποίησης

Όταν η λογοτεχνία εκφράζει κάτι με τόσο σαφή τρόπο που αγγίζει τα βαθύτερα βιώματα του αναγνώστη, φαντάζει άδικο η πηγή της να είναι η φαντασία. Πως μπορεί κάποιος να πει τόσο όμορφα, τόσο ακαίρια κάτι που ένιωσα, έζησα ή θα ήθελα να ζήσω κι εγώ; Δεν αρκεί η φαντασία, το ταλέντο, ούτε καν η ιδιοφυΐα. Χρειάζεται το βίωμα. Αυτό μας ενώνει με το συγγραφέα. Θέλουμε να έχει ζήσει αυτά που γράφει*. Τότε απολαμβάνουμε μια ιδιότυπη αλήθεια, φιλτραρισμένη από μια μυθική εκδοχή της πραγματικότητας. 

Αυτή η απόλαυση μας οδηγεί να "πλάσουμε" στην φαντασία μας τον ποιητή σαν έναν από τους ήρωές μας.

Για τον Καββαδία έχουν λεχθεί τόσα πολλά, αλλά όποιος ασχοληθεί με το έργο του θα μάθει σύντομα ότι η πηγή της έμπνευσής του είναι λόγια. Ότι οι ιστορίες του - ειδικά στο "Μαραμπού" - είναι πλεγμένες πάνω σε αφηγήσεις διαφόρων ναυτικών που άκουγε ακόμη πριν μπαρκάρει ως "ιδανικός κι ανάξιος εραστής" των γαλάζιων πόντων. Ότι η ποίησή του είναι κατάμεστη από τις επιρροές των Γάλλων "καταραμένων" και άλλων ποιητών που θαύμαζε. 

Κι επίσης πως ο Καββαδίας ανακάλυψε νωρίς, ότι η μόνη αληθινή φυγή είναι στην ποίηση**.





* Murathan Mungan: Τα αερικά του Πάρα, εκδόσεις Scripta.
** Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος: Μύθος και ποιητική του «ταξιδιού». Νίκος Καββαδίας και άλλοι, εκδόσεις Έρασμος, Αθήνα 1990.